- αμόκ
- το(λ. μαλαϊκή), διαταραχή που εκδηλώνεται ξαφνικά και ωθεί το άτομο σε βίαιες πράξεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμόκ — το 1. μορφή φονικής μανίας που παρατηρείται ειδικά στους Μαλαίους, από όπου και η λέξη 2. κάθε είδος μανίας που καταλαμβάνει ένα άτομο και εκδηλώνεται με πράξεις βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. αmo(c)k ή amuck < μαλαϊκή λ. ᾱmoq «αυτός… … Dictionary of Greek
Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
Τσβάιχ, Στέφαν — (Zweig, Βιέννη 1881 – Πετρόπολη, Βραζιλία 1942). Αυστριακός συγγραφέας. Σπούδασε στη Βιέννη και στο Παρίσι. Έπειτα από δύο ποιητικές συλλογές, τις Ασημένιες χορδές (1904) και Τα πρώτα στεφάνια (1907, επηρεασμένες ακόμα από τον Χόφμανσταλ, τον… … Dictionary of Greek